Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στένω [sténo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) στενάζω, υποφέρω.
[λόγ. < αρχ. στένω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στένωμα το [sténoma] Ο49 : το σημείο στο οποίο στενεύει κτ.: Tο ~ του δρόμου. α. (ανατ., ιατρ.): Tα στενώματα του ουρητήρα / οισοφάγου. ~ της ουρήθρας, στένωση. β. (λαϊκότρ.) στενή διάβαση ιδίως ανάμεσα σε βουνά· στενό.
[β: ελνστ. στένωμα· α: λόγ. σημδ. γαλλ. rétrécissement]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενωπός η [stenopós] Ο34 : 1. (λόγ.) στενή διάβαση ιδίως ανάμεσα σε βουνά· στενό2α. 2. (μτφ.) η δύσκολη φάση ορισμένης ενέργειας, διαδικασίας κτλ.: H εθνική οικονομία βρίσκεται σε / περνάει από στενωπό. Ελπίζουμε να βγούμε κάποτε από τη στενωπό.
[λόγ. < αρχ. στενωπός, ὁ μεταπλ. σε θηλ. κατά το δίοδος, για να δείχνει πιο λόγ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στένωση η [sténosi] Ο33 : ελάττωση του πλάτους: ~ ενός σωλήνα. || (ιατρ.) ελάττωση της διαμέτρου ή του ανοίγματος ενός πόρου ή ενός στομίου στον ανθρώπινο οργανισμό: ~ της αορτής / του πυλωρού / των σαλπίγγων / των καρδιακών στομίων.
[λόγ. < ελνστ. στένω(σις) `στένεμα΄ -ση σημδ. γαλλ. rétrécissement]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενωσιά η [stenosxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) στενή διάβαση ιδίως ανάμεσα σε βουνά· στενό2α.
[στεν(ός) -ωσιά]