Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στένωση η [sténosi] Ο33 : ελάττωση του πλάτους: ~ ενός σωλήνα. || (ιατρ.) ελάττωση της διαμέτρου ή του ανοίγματος ενός πόρου ή ενός στομίου στον ανθρώπινο οργανισμό: ~ της αορτής / του πυλωρού / των σαλπίγγων / των καρδιακών στομίων.
[λόγ. < ελνστ. στένω(σις) `στένεμα΄ -ση σημδ. γαλλ. rétrécissement]