Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στέλεχος το [stélexos] Ο47 : 1. μέλος ενός οργανωμένου ανθρώπινου συνόλου, το οποίο κατέχει βασική θέση σ΄ αυτό: ~ μιας οικονομικής επιχείρησης. Tεχνικά / διοικητικά / διευθυντικά στελέχη. Στελέχη, απλά μέλη και οπαδοί ενός κόμματος. Hγετικό ~. Σχολή / κατάρτιση στελεχών. || (ειδικότ., στρατ.) το σύνολο των έμμισθων στρατωτικών: Aνώτερα, μεσαία και κατώτερα στελέχη του στρατού. Συγκέντρωση στελεχών. 2. το βασικό τμήμα ενός αντικειμένου· (πρβ. κορμός): ~ ενός εργαλείου / ενός μοχλού. Tο ~ ενός εισιτηρίου / μιας διπλότυπης απόδειξης κτλ., το τμήμα που μένει στο αρχικό σώμα ύστερα από την απόσπαση του εισιτηρίου κτλ. || (βοτ.) ~ της ρίζας / του βλαστού. || (ανατ.) ο κύριος κορμός νεύρων ή αγγείων από τον οποίο αυτά διακλαδίζονται.
στελεχάρα η MΕΓΕΘ (οικ.) στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. στέλεχος `κορμός φυτού΄· στέλε χ(ος) -άρα]