Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στέγαστρο το [stéγastro] Ο42 : συνήθ. ελαφριά κατασκευή, είδος μικρής στέγης, η οποία καλύπτει ελεύθερο χώρο και στηρίζεται συνήθ. σε κολόνες: Tοποθετήθηκαν στέγαστρα στις στάσεις των αστικών λεωφορείων. Στέγαστρα για την προστασία αρχαιολογικών χώρων.
[λόγ. < αρχ. στέγαστρον]