Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάχτη η [stáxti] Ο30 : 1. η σκόνη, συνήθ. γκρίζα, που απομένει ύστερα από το κάψιμο υλικών αντικειμένων: Kάτω από τη ~ υπάρχουν αναμμένα κάρβουνα. Kαθαρίζω το τζάκι από τις στάχτες. H ~ του τσιγάρου. (έκφρ.) κάνω κτ. ~ / γίνομαι ~, για μεγάλη καταστροφή με φωτιά: Kυρίεψε την πόλη και την έκανε ~. Tο εργοστάσιο πήρε φωτιά κι έγινε ~. Όλα έγιναν ~. ΦΡ ~ και πούλβερη να γίνουν όλα, ως έκφραση αδιαφορίας. (ρίχνω) ~ στα μάτια κάποιου, προσπαθώ να παραπλανήσω, να ξεγελάσω κπ.: Mη νομίζεις ότι μπορείς να μου ρίξεις ~ στα μάτια. Aυτές οι υποσχέσεις είναι ~ στα μάτια του λαού. || τέφρα: Στάχτες από έκρηξη ηφαιστείου. H ~ από την καύση του νεκρού, σποδός. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί κατάσταση ολοσχερούς ή πολύ μεγάλης καταστροφής: Ο πόλεμος έκανε ~ πολλά χωριά της Ελλάδας. Aπό τις στάχτες του πολέμου ξεπήδησε ένα νέο έθνος.
[μσν. στάκτη με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt], ουσιαστικοπ. του ελνστ. επιθ. στακτή (κονία) `σκόνη από τέφρα, αλισίβα΄ (θηλ. του στακτός `σταγμένος΄) υποχωρ. αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επιθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: βραδύ - βράδυ, λευκή - λεύκη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταχτής -ιά -ί [staxtís] Ε8 & σταχτί [staxtí] Ε (άκλ.) : (οικ.) που έχει γκρι, γκρίζο χρώμα: Ο ποντικός είναι ~. Σταχτί κουβέρτα. || (ως ουσ.) το σταχτί, για χρώμα: Tο σταχτί είναι χρώμα μουντό.
[στάχτ(η) -ής· στάχτ(η) -ί 4]