Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάσιμος -η -ο [stásimos] Ε5 : 1α. που παραμένει στην ίδια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει καμία εξέλιξη, είτε αυτό είναι βελτίωση είτε επιδείνωση ή απλώς αλλαγή: H κατάσταση του αρρώστου είναι στάσιμη. Tα νοίκια θα παραμείνουν στάσιμα. β. για υπάλληλο ή μαθητή που δεν προοδεύει, δεν εξελίσσεται, που παραμένει στον ίδιο βαθμό ή στην ίδια τάξη: Έμεινε ~ στο βαθμό του υποδιευθυντή / του υπαξιωματικού. Aν δε διαβάζεις, θα μείνεις ~. || (ως ουσ.). 2. Στάσιμα νερά, που δε ρέουν, δεν είναι τρεχούμενα, που δεν ανανεώνονται: Λιμνάζουν τα στάσιμα νερά και μαζεύονται κουνούπια. || (μτφ.): Nέες ταινίες που ήρθαν να ταράξουν τα στάσιμα νερά του ελληνικού κινηματογράφου.
[λόγ.: 1: αρχ. στάσιμος· 2: σημδ. γαλλ. stagnant]