Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάσιμο το [stásimo] Ο40 : στην αρχαία ελληνική δραματική ποίηση, το χορικό το οποίο έψελνε ο χορός ύστερα από κάθε επεισόδιο.
[λόγ. < αρχ. στάσιμον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στασιμοπληθωρισμός ο [stasimopliθorizmós] Ο17 : (οικον.) οικονομική στασιμότητα που συνδυάζεται με πληθωριστικά φαινόμενα.
[λόγ. σύντμ. των στασιμ(ότητα) -ο- + πληθωρισμός μτφρδ. αγγλ. stagflation < σύντμ. stag(nation) + (in)flation]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάσιμος -η -ο [stásimos] Ε5 : 1α. που παραμένει στην ίδια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει καμία εξέλιξη, είτε αυτό είναι βελτίωση είτε επιδείνωση ή απλώς αλλαγή: H κατάσταση του αρρώστου είναι στάσιμη. Tα νοίκια θα παραμείνουν στάσιμα. β. για υπάλληλο ή μαθητή που δεν προοδεύει, δεν εξελίσσεται, που παραμένει στον ίδιο βαθμό ή στην ίδια τάξη: Έμεινε ~ στο βαθμό του υποδιευθυντή / του υπαξιωματικού. Aν δε διαβάζεις, θα μείνεις ~. || (ως ουσ.). 2. Στάσιμα νερά, που δε ρέουν, δεν είναι τρεχούμενα, που δεν ανανεώνονται: Λιμνάζουν τα στάσιμα νερά και μαζεύονται κουνούπια. || (μτφ.): Nέες ταινίες που ήρθαν να ταράξουν τα στάσιμα νερά του ελληνικού κινηματογράφου.
[λόγ.: 1: αρχ. στάσιμος· 2: σημδ. γαλλ. stagnant]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στασιμότητα η [stasimótita] Ο28 : η κατάσταση εκείνου που δεν παρουσιάζει καμία εξέλιξη, που παραμένει στάσιμος: Οικονομική ~.
[λόγ. στάσιμ(ος) -ότης > -ότητα]