Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάρλετ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάρλετ η [stárlet] Ο (άκλ.) : νεαρή και πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός του κινηματογράφου, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αναδειχθεί. σταρλετίτσα η YΠΟKΟΡ: Στάρλετ και σταρλετίτσες γεμίζουν κάθε χρόνο τις παραλίες του Σεν Tροπέ με την ευκαιρία του φεστιβάλ των Kαννών.

[λόγ. < αγγλ. starlet· στάρλετ -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες