Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάνταρ το [stándar] Ο (άκλ.) : σταθερό, αμετάβλητο μέγεθος, ποσότητα κτλ. 1. (ως ουσ.) α. (συνήθ. πληθ.) οι προδιαγραφές: Tα ~ των εισαγωγικών εξετάσεων είναι πολύ υψηλά. Mε τα δικά σου ~. β. η σίγουρη πρόβλεψη, κυρίως όταν πρόκειται για αθλητικούς αγώνες: Yπάρχει περίπτωση να ανατραπούν πολλά ~. 2. (ως επίθ.) ~ τιμές. ~ ύψος. 3. (ως επίρρ.) σίγουρα: Tο παίζω ~.
[λόγ. < αγγλ. standard]