Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάνη η [stáni] Ο30α : περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη αιγοπροβάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας.

[ελνστ. *στάνη (πρβ. ελνστ. βουστάνη `στάβλος για βόδια΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες