Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάμνα η [stámna] Ο25 : πήλινο δοχείο για νερό με στενό και κοντό λαιμό, μία ή δύο λαβές και φουσκωτή κοιλιά. ΠAΡ Πολλές φορές πάει η ~ στη βρύση για νερό και μια φορά σπάει, αναπόφευκτα κάποια στιγμή παθαίνει κτ. δυσάρεστο αυτός που επανειλημμένα ενεργεί απερίσκεπτα ή ριψοκίνδυνα. Σταλαγματιά* σταλαγματιά γεμίζει η ~ η πλατιά.
σταμνάκι το YΠΟKΟΡ. σταμνίτσα η YΠΟKΟΡ. [< σταμν(ί) μεγεθ. -α· στάμν(α) -ίτσα]