Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάλος ο [stálos] Ο18 : τόπος σκιερός στον οποίο αναπαύεται το κοπάδι τα μεσημέρια του καλοκαιριού.
[ελνστ. στάλ(η) `χώρος συγκέντρωσης κοπαδιού΄ μεταπλ. σε αρσ. -ος ίσως κατά το στάβλος]