Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάλα η [stála] Ο25α : 1. η σταγόνα1: Στάλες βροχής / ιδρώτα. 2α. για μικρή ποσότητα υγρού: Bάλε μου μια ~ κρασί / λάδι. Δεν ήπια ούτε μια ~. Mια ~ μόνο και με επέκταση για πολύ μικρή ποσότητα: Για μια ~ στοργή / αγάπη. || (ως επίρρ., προφ.): Kοιμήσου / ξεκουράσου μια ~, λίγο. β. με άρνηση, για να δηλώσει την παντελή έλλειψη: Δεν έχει (μια) ~ μυαλό. Δεν έχει ~ υπομονή. Δε μ΄ αγαπάς ούτε μια ~! γ. για άνθρωπο πολύ μικροκαμωμένο ή πολύ μικρής ηλικίας: Είναι μια ~. || (έκφρ.) ~ ~, σε πολύ μικρές δόσεις: Οι αυξήσεις στους μισθούς δίνονται ~ ~.
σταλίτσα η YΠΟKΟΡ. [σταλ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)· στάλ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλαγματιά η [stalaγmatxá] & σταλαματιά η [stalamatxá] Ο24 : η σταγόνα. ΠAΡ ~ ~ γεμίζει η στάμνα η πλατιά, η συστηματική και υπομονετική αποταμίευση οδηγεί στη συσσώρευση αγαθών.
[λόγ. επίδρ. στο σταλαματιά < μσν. σταλαματιά < αρχ. σταλαγματ- (στάλαγμα) `σταλαματιά΄ -ιά με αποβ. του [γ] πριν από [m] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλαγμίτης ο [stalaγmítis] Ο10 : (γεωλ.) ασβεστολιθικός σχηματισμός σε κωνικό σχήμα που δημιουργείται στο δάπεδο ενός σπηλαίου από εναπόθεση διάφορων ορυκτών και αναπτύσσεται προς τα επάνω.
[λόγ. < γαλλ. stalagmite < αρχ. σταλαγμ(ός) `σταλαματιά΄ -ite = -ίτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλάζω [stalázo] Ρ2.2α : για υγρό το οποίο χύνεται αργά και σταγόνα σταγόνα, κυρίως σε μεταφορική χρήση για μια αντίληψη, ένα συναίσθημα, μια διάθεση που συστηματικά και με υπομονή καλλιεργείται σε κπ.: Tου στάλαξε μέσα στην ψυχή του την αγάπη / το μίσος.
[ελνστ. σταλάζω (αρχ. σταλάσσω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλακτίτης ο [stalaktítis] Ο10 : (γεωλ.) ασβεστολιθικός σχηματισμός σε κωνικό σχήμα που δημιουργείται στην οροφή ενός σπηλαίου από εναπόθεση διάφορων ορυκτών και αναπτύσσεται προς τα κάτω.
[λόγ. < γαλλ. stalactite < αρχ. σταλακτ(ός) `που στάζει΄ -ite = -ίτης]