Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάθμευση η [stáθmefsi] Ο33 : διακοπή της πορείας και προσωρινή στάση ενός οχήματος για σύντομο συνήθ. χρονικό διάστημα σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο: Aπαγορεύεται η ~, το παρκάρισμα. Παράνομη / προσωρινή ~. Xώρος στάθμευσης, το πάρκιγκ. || (στρατ.) σύντομη παραμονή στρατιωτικής μονάδας για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση σε κπ. τόπο.
[λόγ. σταθμεύ(ω) -σις > -ση]