Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάγμα το [stáγma] Ο48 : (λόγ.) σταγόνα υγρού καθώς πέφτει· σταλαγματιά. || υγρό από απόσταξη· απόσταγμα.

[λόγ. < αρχ. στάγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες