Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάβλος ο [stávlos] Ο18 : 1. κτίσμα εφοδιασμένο με ειδικές εγκαταστάσεις το οποίο προορίζεται για τη στέγαση μεγάλων ζώων: ~ αλόγων / βοδιών. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά βρόμικου χώρου.
[ελνστ. ὁ στάβλος < τό στάβλον (μεταπλ. κατά το οrκος) < λατ. stab(u)l(um) `κατοικία ανθρώπων κατώτερης τάξης ή ζώων΄ -ον]