Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπόρος ο [spóros] Ο18 : 1α. ο καρπός ή ο πυρήνας του καρπού ενός φυτού στον οποίο εμπεριέχονται τα αναπαραγωγικά εκείνα στοιχεία που του επιτρέπουν, όταν φυτευτεί, να μετεξελιχθεί σε φυτό. β. (μτφ.) ό,τι αποτελεί το αρχικό στοιχείο από το οποίο δημιουργείται, γεννιέται κτ., ό,τι αποτελεί την αφετηρία μιας κατάστασης, μιας ενέργειας: Ο Ρήγας έσπειρε / έριξε το σπόρο της ελευθερίας. Ο ~ της νέας θρησκείας δεν άργησε να βλαστήσει. 2. (λαϊκότρ.) το σπέρμα. 3. (οικ.) πειρακτικά, ως χαρακτηρισμός μικρού ή μικροκαμωμένου παιδιού: Mαζεύτηκαν όλοι οι σπόροι της γειτονιάς.
σποράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [αρχ. σπόρος]