Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπόριο το [spório] Ο40 : (βιολ.) αναπαραγωγικό κύτταρο ορισμένων φυτών και πρωτοζώων.
[λόγ. < γαλλ. spor(e) < αρχ. σπορ(ά) -ιον (διαφ. το ελνστ. σπόριον `αιδοίο΄)]