Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπόριο το [spório] Ο40 : (βιολ.) αναπαραγωγικό κύτταρο ορισμένων φυτών και πρωτοζώων.

[λόγ. < γαλλ. spor(e) < αρχ. σπορ(ά) -ιον (διαφ. το ελνστ. σπόριον `αιδοίο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες