Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπόρι το [spóri] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1. οι σπόροι που περιέχονται σε ορισμένους εδώδιμους καρπούς, όπως στο πεπόνι, στο καρπούζι, στο κολοκύθι κτλ. 2. οι εδώδιμοι αποξηραμένοι σπόροι της κολοκυθιάς ή του ηλίανθου· (πρβ. πασατέμπος): Tης αρέσουν πολύ τα σπόρια.
σποράκι το YΠΟKΟΡ. [εν. < πληθ. σπόρ(ος) -ια κατά το σχ.: λόγος - λόγια (διαφ. το ελνστ. σπόριον `αιδοίο΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σποριάζω [sporjázo] Ρ2.1α μππ. σποριασμένος : για καρπούς που, όταν αποκτήσουν πολλούς και πολύ ώριμους σπόρους, γίνονται λιγότερο γευστικοί ή και ακατάλληλοι για φάγωμα: Σποριασμένες ντομάτες / μελιτζάνες / μπάμιες.
[σπόρ(ος) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σποριάρικος -η -ο [sporjárikos] Ε5 : για καρπό που έχει σποριάσει, του οποίου οι σπόροι έχουν ωριμάσει υπερβολικά: Σποριάρικο αγγούρι.
[σποριάρ(ης `σποριασμένος καρπός΄ < σπόρ(ος) -ιάρης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπόριασμα το [spórjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του σποριάζω.
[σποριασ- (σποριάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπόριο το [spório] Ο40 : (βιολ.) αναπαραγωγικό κύτταρο ορισμένων φυτών και πρωτοζώων.
[λόγ. < γαλλ. spor(e) < αρχ. σπορ(ά) -ιον (διαφ. το ελνστ. σπόριον `αιδοίο΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπορίτης ο [sporítis] Ο10 : καρπός που αφήνεται να ωριμάσει τελείως, έτσι ώστε οι σπόροι του να γίνουν κατάλληλοι για σπορά.
[σπόρ(ος) -ίτης]