Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπόνδυλος ο [spónδilos] Ο19 : I. καθένα από τα μικρά οστά που αποτελούν τη σπονδυλική στήλη: Aυχενικοί σπόνδυλοι. II. στην αρχαία αρχιτεκτονική, ο καθένας από τους μεγάλους κυλινδρικούς λίθους από τους οποίους αποτελείται ο κίονας.
[λόγ.: I: αρχ. σπόνδυλος· ΙΙ: ελνστ. σημ.]