Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπυρί το [spirí] Ο43 : 1. μικρό εξόγκωμα του δέρματος φλεγμονώδες και συχνά πυώδες: Γέμισε σπυριά το πρόσωπό του. ΦΡ βγάζω σπυριά (από το κακό μου), εκνευρίζομαι, στενοχωριέμαι. || Kακό ~, επικίνδυνο μολυσματικό σπυρί και ως έκφραση για άνθρωπο ενοχλητικό. (κατάρα) που να βγάλει το κακό ~! 2. (προφ.) κόκκοςI1, το σπέρμα, κυρίως των δημητριακών: Ένα ~ ρύζι. Λίγα σπυριά καφέ. (έκφρ.) ~ ~, λίγο λίγο: Mάζεψαν το στάρι ~ ~.
σπυράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό σπυρί. 2. η νεανική ακμή: Έχει την κακιά συνήθεια να πειράζει τα σπυράκια στο πρόσωπό της. [2: μσν. σπυρί < ελνστ. *σπυρίον υποκορ. του αρχ. σπυρός, πυρός `κόκκος σταριού΄ (σχήμα κατεξοχήν)· 1: από την ομοιότητα στο σχήμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπυριάζω [spirjázo] Ρ2.1α μππ. σπυριασμένος : βγάζω πολλά σπυριά, γεμίζει το δέρμα μου με σπυριά.
[σπυρ(ί)1 -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπυριάρης -α -ικο [spirjáris] Ε9 : που είναι γεμάτος σπυριά. || (ως ουσ.).
[σπυρ(ί)1 -ιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπυριάρικος -η -ο [spirjárikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπυριάρη: Σπυριάρικο πρόσωπο.
[σπυριάρ(ης) -ικος]