Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπρώξιμο το [spróksimo & zbróksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σπρώχνω: Tο αυτοκίνητο θέλει ~ για να πάρει μπρος. Mε λίγο ~ τα καταφέρνει καλά στα μαθήματα.
[σπρωξ- (σπρώχνω) -ιμο]