Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπρωξιά η [sproksxá & zbroksxá] Ο24 : δυνατή ώθηση με τα χέρια για να απομακρύνουμε κπ. ή κτ. από κοντά μας: Mε σκουντιές και σπρωξιές διέσχισε το πλήθος. Tου ΄δωσε μια δυνατή ~. Mε μια ~ άνοιξε την πόρτα.
[σπρωξ- (σπρώχνω) -ιά]