Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπριντ το [spríd] Ο (άκλ.) : (αθλ.) ονομασία των αγώνων ταχύτητας μικρής απόστασης. || (επέκτ.) γρήγορο τρέξιμο για την κάλυψη μικρής απόστασης.
[λόγ. < αγγλ. sprint]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπρίντερ ο [spríder] θηλ. σπρίντερ [spríder] Ο (άκλ.) : (αθλ.) αθλητής αγώνων ταχύτητας μικρής απόστασης: Οι Έλληνες ~ των εκατό / των διακοσίων μέτρων.
[λόγ. < αγγλ. sprinter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]