Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπρίντερ ο [spríder] θηλ. σπρίντερ [spríder] Ο (άκλ.) : (αθλ.) αθλητής αγώνων ταχύτητας μικρής απόστασης: Οι Έλληνες ~ των εκατό / των διακοσίων μέτρων.
[λόγ. < αγγλ. sprinter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]