Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπρέι το [spréi] Ο (άκλ.) : μικρή συσκευή ψεκασμού που περιέχει προωθητικό αέριο, έτσι ώστε το υγρό που περιέχει να διαχέεται με ραντισμό: Aποσμητικό ~. Άρωμα σε ~. Έγραφαν συνθήματα με ~ στον τοίχο.
[λόγ. < αγγλ. spray]