Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπρέι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπρέι το [spréi] Ο (άκλ.) : μικρή συσκευή ψεκασμού που περιέχει προωθητικό αέριο, έτσι ώστε το υγρό που περιέχει να διαχέεται με ραντισμό: Aποσμητικό ~. Άρωμα σε ~. Έγραφαν συνθήματα με ~ στον τοίχο.

[λόγ. < αγγλ. spray]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες