Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπουδαστής ο [spuδastís] Ο7 θηλ. σπουδάστρια [spuδástria] Ο27 : αυτός που φοιτά σε ανώτερη σχολή ή σε σχολή που δεν εντάσσεται στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα: ~ στα Tεχνολογικά Εκπαιδευτικά Iδρύματα (TΕI). Οι σπουδαστές του Kρατικού Ωδείου. Σπουδάστρια σε σχολή χορού. || γενική ονομασία για τους σπουδαστές και φοιτητές.
[λόγ. σπουδασ- (σπουδάζω) -τής μτφρδ. γαλλ. étudiant (διαφ. το ελνστ. σπουδαστής `υποστηριχτής΄)· λόγ. σπουδασ(τής) -τρια]