Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπουδασμένος -η -ο [spuδazménos] Ε3 μππ. του σπουδάζω : που έχει σπουδάσει, που έχει κάνει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές. || ο μορφωμένος.
[μππ. του σπουδάζω]