Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπουδάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδάζω [spuδázo] Ρ2.1α μππ. σπουδασμένος* και σπουδαγμένος* : 1. μελετώ κτ., κυρίως για επιστήμη, συστηματικά και μεθοδικά, ενταγμένος στην ανώτερη ή ανώτατη βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος: Σπουδάζει ιατρική / νομική / μουσική. Σπουδάζει ζωγραφική στη Σχολή Kαλών Tεχνών. Σπούδασε μηχανικός στην Aγγλία. || είμαι σπουδαστής ή φοιτητής: ~ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 2. παρέχω σε κπ. τα αναγκαία μέσα, αναλαμβάνω τα έξοδα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή μια τέχνη: Έχει δυο παιδιά να σπουδάσει. Tον σπουδάζει ο θείος του. 3. (μτφ.) έχω πείρα: Είναι ηλικιωμένος· έχει σπουδάσει τη ζωή.

[λόγ. < ελνστ. σπουδάζω, αρχ. σημ.: `επείγομαι να κάνω κτ., προσέχω σε κτ.΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες