Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σποτ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σποτ το [spót] Ο (άκλ.) : 1. πολύ σύντομο τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό διαφημιστικό, προπαγανδιστικό κτλ. μήνυμα. 2. ειδικός προβολέας με αυξομοιούμενη ένταση που επικεντρώνει το φως σε κάποιο σημείο. σποτάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. spot]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες