Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπορτέξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπορτέξ το [sportéks] Ο (άκλ., συνήθ. πληθ.) : αθλητικό παπούτσι.

[αγγλ. sport -έξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες