Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σποριάζω [sporjázo] Ρ2.1α μππ. σποριασμένος : για καρπούς που, όταν αποκτήσουν πολλούς και πολύ ώριμους σπόρους, γίνονται λιγότερο γευστικοί ή και ακατάλληλοι για φάγωμα: Σποριασμένες ντομάτες / μελιτζάνες / μπάμιες.
[σπόρ(ος) -ιάζω]