Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σποραδικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σποραδικός -ή -ό [sporaδikós] Ε1 (συνήθ. πληθ.) : που γίνεται ή που συμβαίνει κατά αραιά και ακανόνιστα χρονικά διαστήματα: Σποραδικά φαινόμενα / κρούσματα. Σποραδικές βροχές. Aκούστηκαν σποραδικοί πυροβολισμοί. || που είναι αραιά διασκορπισμένος σε μια μεγάλη έκταση: Σποραδικοί οικισμοί. Σποραδικά δέντρα. σποραδικά ΕΠIΡΡ: Aρθρογραφούσε ~ σε διάφορα επαρχιακά έντυπα, πότε πότε, πού και πού.

[λόγ. < αρχ. σποραδικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες