Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπορ
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπορ το [spór] Ο (άκλ.) : 1. για κάθε είδους αθλοπαιδιά ή άθλημα, όταν έχει χαρακτήρα ψυχαγωγίας και φυσικής σωματικής άσκησης: Mε ποιο ~ ασχολείσαι; Θαλάσσια / χειμερινά ~. Δημοφιλές / λαϊκό ~. || (πληθ.) αντί του αθλητισμός: Ο κόσμος των ~. Είδη ~, αθλητικά είδη. 2α. (ως επίθ.) για ένδυμα πρακτικό και μη επίσημο: ~ ντύσιμο / εμφάνιση. ~ παπούτσια / τσάντα. || ~ αυτοκίνητο, του οποίου ο σχεδιασμός και η μορφή είναι πολύ κοντά σ΄ αυτήν των αυτοκινήτων αγώνων ταχύτητας. β. (ως επίρρ.): Nτύνεται ~.

[λόγ. < γαλλ. sport < αγγλ. sport]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπορά η [sporá] Ο24 : η ενέργεια του σπέρνω· η γεωργική εργασία κατά την οποία σε έδαφος το οποίο έχει υποστεί κατάλληλη προετοιμασία σκορπίζονται σπόροι του φυτού το οποίο θέλουμε να καλλιεργήσουμε: H εποχή δεν είναι κατάλληλη για ~. ~ με το χέρι / με τη μηχανή. || (έκφρ.) ~ του διαβόλου, για άνθρωπο εξαιρετικά έξυπνο ή πονηρό και ραδιούργο.

[αρχ. σπορά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σποράδην [sporáδin] επίρρ. : (λόγ.) σποραδικά.

[λόγ. < αρχ. σποράδην]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σποραδικός -ή -ό [sporaδikós] Ε1 (συνήθ. πληθ.) : που γίνεται ή που συμβαίνει κατά αραιά και ακανόνιστα χρονικά διαστήματα: Σποραδικά φαινόμενα / κρούσματα. Σποραδικές βροχές. Aκούστηκαν σποραδικοί πυροβολισμοί. || που είναι αραιά διασκορπισμένος σε μια μεγάλη έκταση: Σποραδικοί οικισμοί. Σποραδικά δέντρα. σποραδικά ΕΠIΡΡ: Aρθρογραφούσε ~ σε διάφορα επαρχιακά έντυπα, πότε πότε, πού και πού.

[λόγ. < αρχ. σποραδικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σποραδικότητα η [sporaδikótita] Ο28 : η ιδιότητα του σποραδικού, συνήθ. αυτού που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά αραιά και ακανόνιστα χρονικά διαστήματα.

[λόγ. σποραδικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπορέας ο [sporéas] Ο21 : 1. ονομασία του γεωργού ο οποίος σπέρνει. || (εκκλ.): Παραβολή του σπορέως. 2. επίσημη ονομασία της σπαρτικής μηχανής.

[λόγ.: 1: αρχ. σπορεύς, αιτ. -έα· 2: σημδ. γαλλ. semoir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπορείο το [sporío] Ο39 : φυτώριο1.

[λόγ. σπορ(εύς δες στο σπορέας) -είον μτφρδ. ιταλ.(;) semenzaio]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπορέλαιο το [sporéleo] Ο41 : γενική ονομασία για κάθε είδους λάδι (εκτός από το λάδι της ελιάς, το ελαιόλαδο), το οποίο παράγεται από φυτικούς σπόρους ή καρπούς (όπως το βαμβακέλαιο, το ηλιέλαιο, το αραβοσιτέλαιο κτλ.).

[λόγ. σπόρ(ος) + έλαιον μτφρδ. αγγλ.(;) seed-oil]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπόρι το [spóri] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1. οι σπόροι που περιέχονται σε ορισμένους εδώδιμους καρπούς, όπως στο πεπόνι, στο καρπούζι, στο κολοκύθι κτλ. 2. οι εδώδιμοι αποξηραμένοι σπόροι της κολοκυθιάς ή του ηλίανθου· (πρβ. πασατέμπος): Tης αρέσουν πολύ τα σπόρια. σποράκι το YΠΟKΟΡ.

[εν. < πληθ. σπόρ(ος) -ια κατά το σχ.: λόγος - λόγια (διαφ. το ελνστ. σπόριον `αιδοίο΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σποριάζω [sporjázo] Ρ2.1α μππ. σποριασμένος : για καρπούς που, όταν αποκτήσουν πολλούς και πολύ ώριμους σπόρους, γίνονται λιγότερο γευστικοί ή και ακατάλληλοι για φάγωμα: Σποριασμένες ντομάτες / μελιτζάνες / μπάμιες.

[σπόρ(ος) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες