Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπονδυλικός -ή -ό [sponδilikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους σπονδύλους ή που αποτελείται από σπονδύλους. || Σπονδυλική στήλη, στα σπονδυλωτά ζώα, το κεντρικό τμήμα του σκελετού και μτφ. ο άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώνεται ένα σύνολο: H σπονδυλική στήλη μιας θεωρίας / ενός κοινωνικού συστήματος.
[λόγ. σπόνδυλ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. (colonne) vertébrale]