Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπονδείος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπονδείος ο [sponδíos] Ο18 : πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής που αποτελείται από δύο μακρόχρονες συλλαβές.

[λόγ. < ελνστ. σπονδεῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες