Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπλαχνίζομαι [splaxnízome] Ρ2.1β : (προφ.) ευσπλαχνίζομαι.
[ελνστ. σπλαγχνίζομαι με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] < εὐσπλαγχνίζομαι (< αρχ. εὔσπλαγχνος)]