Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιτικός -ή / -ιά -ό [spitikós] Ε1, Ε2 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπίτι3· σπιτίσιος: Σπιτική ζωή. Σπιτικιά / σπιτική ατμόσφαιρα. Σπιτικές δουλειές. || (ως ουσ., προφ.) το σπιτικό, το σπίτι ως κτίσμα, ως χώρος κατοικίας ή ως οικογένεια: Είναι καιρός ν΄ ανοίξεις το δικό σου σπιτικό. 2. που παρασκευάζεται στο σπίτι: Σπιτικά γλυκά, σε αντιδιαστολή προς τα έτοιμα, τα αγορασμένα.
[μσν. σπιτικός < οσπιτικός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο < οσπίτ(ιν) (δες σπίτι) -ικός]