Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιτίσιος -α -ο [spitísxos] Ε4 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπίτι3· ο σπιτικός: Σπιτίσια ζεστασιά. 2. που παρασκευάζεται στο σπίτι: Σπιτίσια φαγητά / γλυκά, σε αντιδιαστολή προς τα έτοιμα, τα αγορασμένα.
[σπίτ(ι) -ίσιος]