Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιρτόζος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπιρτόζος -α -ο [spirtózos] Ε4 : (οικ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πνευματώδους και χαριτωμένου. || (ως ουσ.).

[ιταλ. spiritoso με συγκ. του άτ. [i] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες