Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιρτάδα η [spirtáδa] Ο26 : 1. η έντονα καυστική οσμή ή γεύση του οινοπνεύματος, καθώς και η παρόμοια οσμή ή γεύση των οινοπνευματωδών ποτών. 2. (μτφ., οικ.) σπινθηροβόλα ευφυΐα· διανοητική οξύτητα που εκδηλώνεται με τρόπο λαμπερό και εντυπωσιακό: H ~ της κουβέντας του τους έκανε όλους να κρέμονται από τα χείλη του.
[σπίρτ(ο)2 -άδα]