Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιρούνισμα το [spirúnizma] & σπιρούνιασμα το [spirú
azma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σπιρουνίζω. [σπιρουνισ- (σπιρουνίζω), σπιρουνιασ- (σπιρουνιάζω) -μα]