Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιρούνι το [spirúni] Ο44 : μεταλλική αιχμή ή τροχίσκος που προσαρμόζεται στις φτέρνες των υποδημάτων ενός ιππέα αναβάτη, για να κεντρίζει το άλογο· πτερνιστήρας: Mπότες με σπιρούνια.
[ιταλ. speron(e) -ι < παλ. γερμ. sporo με τροπή του άτ. [ir > er] ή βεν. spiron -ι ( [o > u] από επίδρ. του [n] ή από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιρουνιά η [spiruná] Ο24 : χτύπημα με σπιρούνι στα πλευρά του αλόγου.
[σπιρούν(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιρουνίζω [spirunízo] & σπιρουνιάζω [spiru
ázo] Ρ2.1α : κεντρίζω το άλογο με τα σπιρούνια για να τρέξει: Σπιρούνισε το άλογο και χάθηκε μέσα στη νύχτα. [σπιρούν(ι) -ίζω, -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιρούνισμα το [spirúnizma] & σπιρούνιασμα το [spirú
azma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σπιρουνίζω. [σπιρουνισ- (σπιρουνίζω), σπιρουνιασ- (σπιρουνιάζω) -μα]