Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιρουνίζω [spirunízo] & σπιρουνιάζω [spiru
ázo] Ρ2.1α : κεντρίζω το άλογο με τα σπιρούνια για να τρέξει: Σπιρούνισε το άλογο και χάθηκε μέσα στη νύχτα. [σπιρούν(ι) -ίζω, -ιάζω]