Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιούνος ο [spiúnos & spxúnos] Ο18 θηλ. σπιούνα [spiúna & spxúna] Ο25α : (οικ.) αυτός που κρυφά και ύπουλα παρακολουθεί κπ. προσπαθώντας, χωρίς να γίνει αντιληπτός, να μάθει τις κινήσεις και τις ενέργειές του για να τις καταδώσει· ρουφιάνος2, κατάσκοπος2.
[ιταλ. spion(e) -ος ( [o > u] από επίδρ. του [n] ή από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)· σπιούν(ος) -α]