Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθηροβολώ [spinθirovoló] Ρ10.9α : πετώ, βγάζω σπίθες, λάμπω και φωτίζω, συνήθ. μτφ. ως εκδήλωση λαμπερού πνεύματος.
[λόγ. < ελνστ. σπινθηροβολῶ `βγάζω σπίθες΄ & σημδ. γαλλ. étinceler]