Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιλώνω [spilóno] -ομαι Ρ1 : μειώνω κπ. ηθικά, τον συκοφαντώ, με αποτέλεσμα την οριστική του ηθική μείωση ή εξόντωση: Προσπάθησαν μάταια να τον σπιλώσουν. Ο κίτρινος τύπος σπιλώνει υπολήψεις έντιμων πολιτών. Σπίλωσαν την τιμή του / την υπόληψή του. ~ το όνομά μου, με τη συμπεριφορά μου και τις ενέργειές μου καταστρέφω την καλή μου φήμη.
[λόγ. < ελνστ. σπιλ(ῶ) -ώνω]