Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιλιάδα η [spiláδa] & σπιλάδα η [spiláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) παροδικός και βίαιος άνεμος· ριπή ανέμου.
[-λά-: ελνστ. σπιλάς, αιτ. -άδα, αρχ. σημ.: `βράχος που από πάνω χυμάει το κύμα΄· -λιά-: παρετυμ. σπηλιά]