Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπιθαμή η [spiθamí] Ο29 : η πιθαμή. (έκφρ.) (για τόπο ή χώρο) ~ προς / με ~, και στην πιο μικρή του λεπτομέρεια: Γνώριζε την περιοχή ~ προς ~. Εξέτασε το έδαφος ~ προς ~. ούτε ~, καθόλου, ούτε ένα ελάχιστο τμήμα: Δε θα παραχωρήσουμε ούτε ~ εθνικού εδάφους. για μια ~ γης, για ένα ελάχιστο κομμάτι γης. άνθρωπος μιας σπιθαμής, πολύ κοντός.
[λόγ. < αρχ. σπιθαμή `άνοιγμα μιας παλάμης΄]