Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπηλαιολογικός -ή -ό [spileolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σπηλαιολογία: ~ χάρτης της Ελλάδας. Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία.
[λόγ. < γαλλ. spéléologique < spéléolog(ie) = σπηλαιολογ(ία) -ique = -ικός]